καμάκι

καμάκι
Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να ανασυρθεί μετά την εκτόξευσή του. Στο σύγχρονο κυνήγι των μεγάλων θαλάσσιων κητών, το κ., που μπορεί να έχει στο άκρο του εκρηκτική γόμωση, εκτοξεύεται από ειδικά πυροβόλα. Η χρήση του κ. είναι πανάρχαια, γιατί είναι ένα από τα πρώτα όπλα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Καμάκια διαφόρων τύπων. Με το μικρό πυροβόλο εκτοξεύονται μεγάλα καμάκια με κινητά πτερύγια κατά το κυνήγι μεγάλων θαλασσίων κητών.
* * *
το (Μ καμάκι)
1. νεοελλ. αλιευτικό εργαλείο αποτελούμενο από μακρύ κοντάρι που έχει στερεωμένη στο ένα άκρο σιδερένια περόνη ή βέλος
2. μτφ. η προσπάθεια ερωτύλων να προσελκύσουν μια γυναίκα («μού έκανε καμάκι»)
3. (κατ' επέκτ.) άνδρας, συνήθως νεαρός, που αρέσκεται να προσελκύει γυναίκες με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («στην παραλία μαζεύτηκαν όλα τα καμάκια»)
μσν.
μικρό ραβδί, κοντάρι, πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάκιον, υποκορ. τού κάμαξ, -ακος.
ΠΑΡ. μσν. καμακεύω
μσν.- νεοελλ.
καμακιά
(νεολλ.) καμακάς, καμακίζω, καμακώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμάκι — το αλιευτικό εργαλείο: Τα ψάρια αυτά είναι πιασμένα με το καμάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμακι — κάμαξ vine pole masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμακίζω — [καμάκι] χτυπώ το ψάρι με καμάκι, ψαρεύω με καμάκι …   Dictionary of Greek

  • καμακώνω — [καμάκι] 1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω 2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε») …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • καμακεύω — (Μ) [καμάκι] χτυπώ με καμάκι, με κοντάρι …   Dictionary of Greek

  • καμακιά — η (Μ καμακιά) [καμάκι] χτύπημα με καμάκι νεοελλ. το αποτέλεσμα τής προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκα («σήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά» …   Dictionary of Greek

  • καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

  • кармак — кормак крючок (с блесной) , астрах., поволжск., причерноморск. (Даль). Заимств. из тат., кыпч., чагат., казах., кирг., алт. karmak крючок (Радлов 2, 216 и след.); см. Мi. ТЕl. 1, 328. Вопреки последнему, источником не было греч. καμάκι, κάμαξ… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”